-
1 λύω
λύω ( λᾰοι: aor. (ἔ) λῦσε(ν); λῦσον; λσαις; λῦσαι: med. ἐλσατο: pass. impf. λύετο: aor. λᾰθέντες: ῦ aor. act. & med., ᾰ pres., aor. pass.)a releaseδιάπειρα ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
of possessions, “ τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” i. e. make available P. 4.155 med., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί sc. Achilles I. 8.51 add. gen., τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν sc. Asklepios P. 3.50 ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέν-των Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.34
ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (v. l. τερπνὰς ὠδῖνας) Πα. 12. 13. κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ ( δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35.b remove “ λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (sc. Θέτις) I. 8.45ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9
c in tmesis, ἀνὰ δ' ἔλυσεν (v. ἀναλύω) N. 10.90
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский